-
1 κωμήτης
κωμήτης, ὁ, Dorfbewohner, Landmann, im Ggstz des Städters; ἐκ τῶν ἄλλων γεωργῶν τε καὶ κωμητῶν Plat. Legg VI, 763 a; καὶ φυλέται ib. XII, 956 c; Xen. An. 4, 5, 24; Sp., wie Diosc. 16 (VII, 410). – In der Stadt der in demselben Viertel Wohnende, der Nachbar, Ar. Nubb. 965; ϑυρέτρων τῶνδε κωμῆται ϑεοί Ion bei Poll. 9, 36.
-
2 κωμήτης
κωμήτης, ὁ, Dorfbewohner, Landmann, im Ggstz des Städters. In der Stadt der in demselben Viertel Wohnende, der Nachbar -
3 κωμήτωρ
-
4 κωμῆτις
-
5 οἰάτης
См. также в других словарях:
κωμήτης — κωμήτης, ὁ θηλ. κωμῆτις, ιδος, δωρ. τ. αρσ. κωμέτας (Α) [κώμη] 1. κάτοικος κώμης («τῶν ἄλλων γεωργῶν τε και κωμητῶν», Πλάτ.) 2. γείτονας («ἡ γ ἐμὴ κωμῆτις», Αριστοφ.) 3. (γενικά) κάτοικος («ξένοι, Φεραίας τῆσδε κωμῆται χθονός», Ευρ.) … Dictionary of Greek
κωμήτης — villager masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμητῶν — κωμήτης villager masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμήταις — κωμήτης villager masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμήτου — κωμήτης villager masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμήτῃσιν — κωμήτης villager masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμήτας — κωμήτᾱς , κωμήτης villager masc acc pl κωμήτᾱς , κωμήτης villager masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
кметь — витязь, знатный человек, вольный сельский житель, воин, дружинник , стар., др. русск. къметь витязь (СПИ, Ипатьевск. летоп. и др.), укр. кмiть вольный, зажиточный крестьянин , болг. кмет (сельский) староста , сербохорв. кме̏т: сербск. всеми… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
κωμέτας — κωμέτας, α, ὁ (Α) (δωρ. τ.) βλ. κωμήτης … Dictionary of Greek
κωμήτις — κωμῆτις, ήτιδος, ἡ (Α) βλ. κωμήτης … Dictionary of Greek
κωμήτωρ — κωμήτωρ, ορος, ὁ (Α) [κώμη] κωμήτης* … Dictionary of Greek