-
1 κωμητικός
κωμητικός, das Dorf, den Dorfbewohner betreffend, ihm eigen oder angemessen, Sp.
-
2 κωμητικός
κωμητικός, das Dorf, den Dorfbewohner betreffend, ihm eigen oder angemessen
См. также в других словарях:
κωμητικός — κωμητικός, ή, όν (AM) [κωμήτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κώμη («κωμητικὰ τείχη», Συνέσ.) … Dictionary of Greek
κωμητικά — κωμητικός of a neut nom/voc/acc pl κωμητικά̱ , κωμητικός of a fem nom/voc/acc dual κωμητικά̱ , κωμητικός of a fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμητικαῖς — κωμητικός of a fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμητικῆς — κωμητικός of a fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμητικῷ — κωμητικός of a masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμητικάς — κωμητικά̱ς , κωμητικός of a fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)