Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κωμητικός

См. также в других словарях:

  • κωμητικός — κωμητικός, ή, όν (AM) [κωμήτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κώμη («κωμητικὰ τείχη», Συνέσ.) …   Dictionary of Greek

  • κωμητικά — κωμητικός of a neut nom/voc/acc pl κωμητικά̱ , κωμητικός of a fem nom/voc/acc dual κωμητικά̱ , κωμητικός of a fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμητικαῖς — κωμητικός of a fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμητικῆς — κωμητικός of a fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμητικῷ — κωμητικός of a masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμητικάς — κωμητικά̱ς , κωμητικός of a fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»