Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κωματώδης

См. также в других словарях:

  • κωματώδης — lethargic masc/fem acc pl (attic epic doric) κωματώδης lethargic masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κωματώδης lethargic masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωματώδης — ες (Α κωματώδης, ῶδες) [κώμα] αυτός που κατέχεται από κώμα, αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση κώματος νεοελλ. αυτός που αναφέρεται στο κώμα ή χαρακτηρίζεται από κώμα («κωματώδης κατάσταση») αρχ. ληθαργικός …   Dictionary of Greek

  • κωματώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που αναφέρεται στο κώμα, ληθαργικός: Έπεσε σε κωματώδη κατάσταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κωματώδει — κωματώδης lethargic masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κωματώδης lethargic masc/fem/neut dat sg κωματώδεϊ , κωματώδης lethargic dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωματώδη — κωματώδης lethargic neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κωματώδης lethargic masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κωματώδης lethargic masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωματῶδες — κωματώδης lethargic masc/fem voc sg κωματώδης lethargic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωματώδεα — κωματώδης lethargic neut nom/voc/acc pl (epic ionic) κωματώδης lethargic masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωματώδεις — κωματώδης lethargic masc/fem acc pl κωματώδης lethargic masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωματωδέστεροι — κωματώδης lethargic masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωματωδῶν — κωματώδης lethargic masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωματωδῶς — κωματώδης lethargic adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»