Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

κωμαστικός

См. также в других словарях:

  • κωμαστικός — κωμαστικός, ή, όν (Α) [κωμάζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κώμο («κωμαστική ὄρχησις», Πολυδ.) …   Dictionary of Greek

  • κωμαστικά — κωμαστικός of neut nom/voc/acc pl κωμαστικά̱ , κωμαστικός of fem nom/voc/acc dual κωμαστικά̱ , κωμαστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμαστικόν — κωμαστικός of masc acc sg κωμαστικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμαστικῆς — κωμαστικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμαστική — κωμαστικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμαστικήν — κωμαστικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμαστικῶς — κωμαστικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμαστικῷ — κωμαστικός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»