-
1 κωμαρχης
-
2 κωμάρχης
κωμάρχηςhead man of a village: masc nom sgκωμαρχέωto be: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
3 κωμάρχης
-ου ὁ N 1 0-0-0-1-0=1 Est 2,3 -
4 κωμάρχης
A head man of a village, X.An.4.5.10, 24, al.codd., PRev.Laws40.3 (iii B.C.), D.H.4.14, IG12(1).128 ([place name] Rhodes), CIG 3420 ([place name] Philadelphia), 3641b66 ([place name] Lampsacus), OGI527.10 ([place name] Hierapolis), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωμάρχης
-
5 κωμάρχης
-
6 κωμάρχην
κωμάρχηςhead man of a village: masc acc sg (attic epic ionic) -
7 κωμάρχας
κωμάρχᾱς, κωμάρχηςhead man of a village: masc acc plκωμάρχᾱς, κωμάρχηςhead man of a village: masc nom sg (epic doric aeolic) -
8 κωμαρχέω
A to be κωμάρχης, GDI 3069 ([place name] Selymbria), Keil-Premerstein Dritter Bericht No.109 (Lydia, iii A.D.): c. acc., administer asκωμάρχης, τὴν κώμην PAmh.2.33.11
(ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωμαρχέω
-
9 κωμάρχου
κώμαρχοςleader of a: masc gen sgκωμάρχηςhead man of a village: masc gen sg -
10 κωμαρχία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωμαρχία
-
11 κώμαρχος
κώμ-αρχος, ὁ,II = κωμάρχης, PCair.Zen.379.15 (iii B.C.), PTeb.43.8 (ii B.C.), Poll.9.11:—hence Com. Patron.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κώμαρχος
См. также в других словарях:
κωμάρχης — κωμάρχης, ου, ὁ (Α) 1. προεστός χωριού 2. (κατά τους ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους στην Αίγυπτο) πολιτικός διοικητής που διηύθυνε την παροχή υδάτων για άρδευση και επόπτευε τη χορήγηση σπόρων και δανείων στους καλλιεργητές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη … Dictionary of Greek
κωμάρχης — head man of a village masc nom sg κωμαρχέω to be imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμάρχην — κωμάρχης head man of a village masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμαρχώ — κωμαρχώ, έω (Α) [κωμάρχης] είμαι κωμάρχης, διοικώ ως κωμάρχης … Dictionary of Greek
κωμάρχας — κωμάρχᾱς , κωμάρχης head man of a village masc acc pl κωμάρχᾱς , κωμάρχης head man of a village masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PENTECOMARCHUS — apud Sim. Dunelmensem A. C. 887. Perturbatus erat frequenter animô contra Principes et Pentecomarchos: ex Graeco Πέντε, quinque, et Κωμάρχης vel Κωμαρχὸς, vicorum Praefectus, nomen dignitatis … Hofmann J. Lexicon universale
-άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… … Dictionary of Greek
κωμαρχία — κωμαρχία, ἡ (Α) [κωμάρχης] το αξίωμα τού κωμάρχου … Dictionary of Greek
κωμαρχίδης — κωμαρχίδης, ὁ (Α) [κωμάρχης] ο γιος τού κωμάρχου … Dictionary of Greek
κώμαρχος — (I) κώμαρχος, ὁ (Α) αρχηγός κώμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῶμος + αρχος* (πρβλ. θήρ αρχος, φρούρ αρχος)]. (II) κώμαρχος, ὁ (Α) κωμάρχης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + αρχος*] … Dictionary of Greek
κώμη — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού, 43 χλμ. ΒΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεβιδίου. 2. Ημιορεινός οικισμός… … Dictionary of Greek