Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κωλικός

См. также в других словарях:

  • κωλικός — suffering in the colon masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλικός — Κοιλιακός πόνος μεγάλης έντασης, που οφείλεται σε σπασμό ενός κοίλου σπλάχνου· ο εντοπισμός και η αντανάκλασή του εξαρτώνται από το ενεχόμενο όργανο. Ο σπασμός των χοληφόρων οδών προκαλεί, για παράδειγμα, τον αποκαλούμενο κ. του ήπατος, κατά τον… …   Dictionary of Greek

  • κωλικά — κωλικός suffering in the colon neut nom/voc/acc pl κωλικά̱ , κωλικός suffering in the colon fem nom/voc/acc dual κωλικά̱ , κωλικός suffering in the colon fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλικῶν — κωλικός suffering in the colon fem gen pl κωλικός suffering in the colon masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλικόν — κωλικός suffering in the colon masc acc sg κωλικός suffering in the colon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλικαῖς — κωλικός suffering in the colon fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλικαί — κωλικός suffering in the colon fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλικοῖς — κωλικός suffering in the colon masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλικοῖσι — κωλικός suffering in the colon masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλικοί — κωλικός suffering in the colon masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλικοῦ — κωλικός suffering in the colon masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»