-
1 κωλακρετης
арх. κωλαγρέτης - ου ὅ колакрет, сборщик судебных обложений (в далекой древности, колакреты занимались сбором частей животных для жертвоприношений, впоследствии же их обязанности свелись к сбору судебных налогов и их расходованию)κωλακρέτου γάλα Arph. шутл. — молоко колакрета, т.е. судейское жалованье
-
2 κωλαγρετης
См. также в других словарях:
κωλακρέτης — και κωλαγρέτης, ὁ (Α) 1. τίτλος άρχοντα τής αρχαίας Αθήνας, καθώς και άλλων πόλεων, ο οποίος ασχολούνταν με τα οικονομικά τής πόλης 2. φρ. «κωλακρέτου γάλα» (κωμικά) δικαστικός μισθός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλαγρέτης, με αφομοιωτική τροπή τού γ σε κ ,… … Dictionary of Greek
κωλακρέτης — κωλαγρέτης masc nom sg κωλακρέτης masc nom sg κωλακρετέω to be a imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλακρετώ — κωλακρετῶ, έω και κωλαγρετῶ, έω (Α) [κωλακρέτης] είμαι κωλακρέτης* … Dictionary of Greek
κωλακρέται — κωλαγρέτης masc nom/voc pl κωλακρέτᾱͅ , κωλαγρέτης masc dat sg (doric aeolic) κωλακρέτης masc nom/voc pl κωλακρέτᾱͅ , κωλακρέτης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλακρέτας — κωλακρέτᾱς , κωλαγρέτης masc acc pl κωλακρέτᾱς , κωλαγρέτης masc nom sg (epic doric aeolic) κωλακρέτᾱς , κωλακρέτης masc acc pl κωλακρέτᾱς , κωλακρέτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλαγρέτης — κωλαγρέτης, ὁ (Α) βλ. κωλακρέτης … Dictionary of Greek
κωλακρετῶν — κωλαγρέτης masc gen pl κωλακρέτης masc gen pl κωλακρετέω to be a pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλακρέτην — κωλαγρέτης masc acc sg (attic epic ionic) κωλακρέτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλακρέτου — κωλαγρέτης masc gen sg κωλακρέτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)