-
1 κωδωνόκροτος
κωδωνό-κροτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωδωνόκροτος
См. также в других словарях:
ιαμβόκροτος — ἰαμβόκροτος, ον (Α) αυτός που ηχεί σαν ίαμβος («ἰαμβόκροτοι λόγοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + κροτος (< κρότος), πρβλ. ιππό κροτος, κωδωνό κροτος] … Dictionary of Greek
ιππόκροτος — ἱππόκροτος, ον (Α) αυτός που ηχεί από τον κρότο τών πατημάτων τών ίππων («ἱππόκροτος ὁδός», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κρότος (< κρότος), πρβλ. κωδωνό κροτος, ποσσί κροτος] … Dictionary of Greek
μετρόκροτος — μετρόκροτος, ον (Μ) αυτός που έχει γραφεί εμμέτρως («μετρόκροτοι γραφαί», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρον + κρότος (πρβλ. κωδωνό κροτος)] … Dictionary of Greek