-
1 κωδίς
-
2 κωδίς
См. также в других словарях:
κωδίς — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κεφαλὴ χωρὶς σώματος». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. κώδεια] … Dictionary of Greek
1 κωδίς
2 κωδίς
κωδίς — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κεφαλὴ χωρὶς σώματος». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. κώδεια] … Dictionary of Greek