-
1 κωβιώδες
-
2 κωβιῶδες
-
3 κωφ-ώδης
-
4 κωβι-ώδης
κωβι-ώδης, ες, dasselbe, μεγέϑει καὶ σχήματι κωβιῶδες ἰχϑύδιον Plut. sol. anim. 31.
См. также в других словарях:
κωβιῶδες — κωβιώδης like a masc/fem voc sg κωβιώδης like a neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)