Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κυᾰν-αυγής

См. также в других словарях:

  • λυκαυγής — ές (AM λυκαυγής, ές) 1. αυτός που φέγγει ελάχιστα, που φωτίζει αμυδρά 2. το ουδ. ως ουσ. το λυκαυγές το χρονικό διάστημα λίγο πριν από την ανατολή τού ηλίου, καθώς και το διάχυτο φως που υπάρχει στην ατμόσφαιρα αυτή την ώρα («οὐδ ἡμέρα πάνυ… …   Dictionary of Greek

  • μελαναυγής — μελαναυγής, ές (ΑM) αυτός που έχει μαύρη όψη, σκοτεινή λάμψη, μελαμφαής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + αυγής (< αυγή), πρβλ. κυαν αυγής, πυρ αυγής] …   Dictionary of Greek

  • φεραυγής — ές, ΜΑ, και φερεαυγής Α αυτός που εκπέμπει φως («ἠελίοιο φεραυγέος», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + αυγής (< αὐγή), πρβλ. κυαν αυγής, φωτ αυγής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»