-
1 κυανόχρωτος
κυᾰνό-χρωτος, ον, = foreg., Orph.H.70.6, Man.1.327. [[pron. full] ῡ, metri gr., Orph.l.c.; [pron. full] ῠ, Man. l.c.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυανόχρωτος
См. также в других словарях:
οζόχρωτος — ὀζόχρωτος, ον (Μ) αυτός που έχει δυσώδες δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄζω «αναδίδω δυσάρεστη οσμή» + χρωτος (< χρώς, χρωτός «επιδερμίδα»), πρβλ. κυανό χρωτος] … Dictionary of Greek
λιβανόχρους — λιβανόχρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει το χρώμα τού λιβανιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίβανος + χρους (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. κυανό χρους, μελανό χρους] … Dictionary of Greek
λιθόχρους — λιθόχρους, ουν (Μ) αυτός που έχει το ίδιο χρώμα με τον λίθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + χρους (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. κυανό χρους, ροδό χρους] … Dictionary of Greek
λυχνιταρόχρους — λυχνιταρόχρους, ουν και οος, οον (Μ) αυτός που έχει το χρώμα τού λυχνιταρίου, τού λυχνίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυχνιτάρι + χρους (< χρώς, χρωτός και χροός «χρώμα»), πρβλ. κυανό χρους, μελανό χρους] … Dictionary of Greek
υπολευκόχρως — ωτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει υπόλευκη επιδερμίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπόλευκος + χρως (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. κυανό χρως] … Dictionary of Greek