Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κυάνῃ

См. также в других словарях:

  • Κυάνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυάνῃ — Κυάνη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυάνη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Νύμφη. Ήταν σύζυγος του Ανάπη και φίλη της Περσεφόνης. Η παράδοση αναφέρει πως υπήρξε μάρτυρας της αρπαγής της φίλης της από τον Πλούτωνα, αλλά δεν στάθηκε ικανή να την εμποδίσει. Από τη στενοχώρια της έβαλε τα… …   Dictionary of Greek

  • Κυανή Ακτή — I (Côte d’Azur). Γαλλικό τμήμα της Ριβιέρας στην ακτή της Προβηγκίας. Εκτείνεται από τα γαλλοϊταλικά σύνορα έως τον κόλπο Λα Ναπούλ (και κατ’ επέκταση, αλλά λανθασμένα, έως τον κόλπο της Ιέρ). Η περιοχή χαρακτηρίζεται από τις απότομες απολήξεις… …   Dictionary of Greek

  • Κυανή — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 557 κάτ.) στην πρώην επαρχία Διδυμοτείχου του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 106 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διδυμοτείχου …   Dictionary of Greek

  • κυανῆ — κυάνεος made of neut nom/voc/acc pl (attic epic) κυάνεος made of fem nom/voc sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυανῇ — κυάνεος made of fem dat sg (attic epic) κυανέω to be dark in colour pres subj mp 2nd sg κυανέω to be dark in colour pres ind mp 2nd sg κυανέω to be dark in colour pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυάνη — κύανος dark blue enamel fem nom/voc sg (attic epic ionic) κυανέω to be dark in colour pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κυανέω to be dark in colour imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυάνῃ — κύανος dark blue enamel fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυανέων — Κυάνη fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυανῶν — Κυάνη fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»