1 κυψελιον
Древнегреческо-русский словарь > κυψελιον
κυψέλιον — κυψέλιον, τὸ (Α) [κυψέλη] μικρή κυψέλη μελισσών … Dictionary of Greek
κυψέλιον — bee hive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυψέλια — κυψέλιον bee hive neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)