-
1 κυψελίς
-
2 κυψελις
-
3 κυψελίς
κυψελίςwax in the ears: fem nom sg -
4 κυψελίς
κυψελίς, ίδος, ἡ, kleines Behältnis, Höhle. Auch das Ohrenschmalz -
5 κυψελίς
(-ίδος) η анат.1) маленькая полость; альвеола (лёгких); 2) ушная сера -
6 κυψελίς
II wax in the ears, Ruf.Onom. 223, Aret.SD1.15, Luc.Lex.1, Lib.Decl. 26.35:—also [suff] κυψελ-ίτης ῥύπος, ὁ, EM549.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυψελίς
-
7 κυψελίδα
κυψελίςwax in the ears: fem acc sg -
8 κυψελίδας
κυψελίςwax in the ears: fem acc pl -
9 κυψελίδες
κυψελίςwax in the ears: fem nom /voc pl -
10 κυψελίδος
κυψελίςwax in the ears: fem gen sg -
11 κυψελίσιν
κυψελίςwax in the ears: fem dat pl -
12 сера
сераж1. хим. τό θείον, τό θειάφι·2. (ушная) ἡ κυψελίς, ἡ κυψέλη. -
13 κυψέλη
η1) улей (тж. перен.); 2) см. κυψελίς -
14 κυψέλη
κυψέλη, ἡ,A any hollow vessel: chest, box (whence Cypselus was called), Hdt.5.92.έ, Plu.2.164a, Paus.5.17.5; ἑξμέδιμνος κ., of a cornchest, Ar. Pax 631; bee-hive, Plu.2.601c: metaph., κυψέλαι φρονημάτων boxes full of thoughts, Com.Adesp.703. -
15 κύψελος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κύψελος
См. также в других словарях:
κυψελίς — κυψελίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. κυψελίδα … Dictionary of Greek
κυψελίς — wax in the ears fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυψελίδα — κυψελίς wax in the ears fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυψελίδας — κυψελίς wax in the ears fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυψελίδες — κυψελίς wax in the ears fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυψελίδος — κυψελίς wax in the ears fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυψελίσιν — κυψελίς wax in the ears fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυψελίδα — Κηροειδής κίτρινη ύλη, η οποία βρίσκεται μέσα στα αφτιά. Ονομάζεται επίσης κυψελίτης ρύπος. Εκκρίνεται από τους κυψελιδοποιούς αδένες του δέρματος του έξω ακουστικού πόρου. Η κ. περιέχει στεαρίνη και ελαιοειδίνη, σάπωνες, άλατα και νερό και… … Dictionary of Greek
κυψελίτης — ο (Α κυψελίτης) [κυψελίς] φρ. «κυψελίτης ρύπος» η κυψελίδα τού αφτιού … Dictionary of Greek
κυψελιδικός — ή, ό [κυψελίς] 1. ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις κυψελίδες («κυψελιδικά νεύρα») β) αυτός που παράγεται στις πνευμονικές κυψελίδες (α. «κυψελιδικός ήχος τής αναπνοής») 2. φρ. φυσιολ. «κυψελιδικός αέρας» ο αέρας που περιέχεται στις… … Dictionary of Greek
κυψελιδοειδής — ές ανατ. αυτός που έχει μορφή κυψελίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυψελίς, ίδος + ειδής (< εἶδος)] … Dictionary of Greek