-
1 κυρταυχην
См. также в других словарях:
κυρταύχην — ο, η (Α κυρταύχην, ενος, ό, ή) αυτός που έχει κυρτό αυχένα, στραβολαίμης νεοελλ. φρ. «κυρταύχην ἵππος» το άλογο που, όταν βαδίζει, φέρει την κεφαλή και τον τράχηλο προς το στήθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτός + αὐχήν (πρβλ. καμπυλ αύχην, κρατερ αύχην)] … Dictionary of Greek
κυρταυχενίζω — [κυρταύχην] έχω κυρτό αυχένα, είμαι στραβολαίμης … Dictionary of Greek
αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… … Dictionary of Greek
κυρτός — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… … Dictionary of Greek