Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κυρσάνιος

См. также в других словарях:

  • κυρσάνιος — κυρσάνιος, ὁ, και κυρσάνιον, τὸ (Α) 1. νεανίας, έφηβος 2. υβριστ. ευτελής άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κυρσάνιος τής λακων. διαλ. σχηματίστηκε από τον τ. σκυρθάλιος* με τροπή τού θ σε σ και ανομοιωτική σίγηση τού αρκτικού σ ] …   Dictionary of Greek

  • κυρσανίους — κυρσάνιος whippersnapper masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρσανίῳ — κυρσάνιος whippersnapper masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρσάνιε — κυρσάνιος whippersnapper masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρσάνιοι — κυρσάνιος whippersnapper masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυρθάλιος — Α (κατά τον Ησύχ.) «νεανίσκος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. που εμφανίζει το σπάνιο επίθημα άλιος (πρβλ. νηφ άλιος). Η σύνδεση της λ. με τα αρχ. ινδ. krdhu «περικομμένος» (πρβλ. και κυρσάνιος «έφηβος», a skrdho yu «ολόκληρος, μη… …   Dictionary of Greek

  • σκυρθάνιος — Α (κατά τον Ησύχ.) έφηβος, νεανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού σκυρθάλιος* με εναλλαγή τών λ / ν (πρβλ. κυρσάνιος)] …   Dictionary of Greek

  • (s)ker-dh-, (s)kor-dh- —     (s)ker dh , (s)kor dh     English meaning: small, miserable     Deutsche Übersetzung: “kũmmerlich, klein; verkũmmern”     Material: O.Ind. kr̥dhu “ abbreviated, mutilated, small, mangelhaft” (comparative kradhīyam s , Superlativ… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»