-
1 κυρσερίδες
κυρσερίδες· τὰ τῶν μελισσῶν ἀγγεῖα, κυψελίδες, Hsch. [full] κυρσίον· μειράκιον, Id.; cf. κυρσάνιος. [full] κυρσός,A gibberosus, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυρσερίδες
См. также в других словарях:
κυρσός — (Α) αυτός που έχει καμπούρες … Dictionary of Greek