-
1 κυρκανάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυρκανάω
-
2 κυρκάνη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυρκάνη
См. также в других словарях:
κύρκας — κύρκας, ὁ (Μ) 1. η ινδική όρνιθα, ο κούρκος, ο γάλος 2. μτφ. θωπευτική προσηγορία τών ανδρών από τις γυναίκες («οὕτω καὶ νῡν ἀνάστησον τὸν φίλτατόν μου κύρκαν», Διγ. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. κούρκος*] … Dictionary of Greek