Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κυριττοί

См. также в других словарях:

  • κυριττοί — κυριττοί, οἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κωμικοί ηθοποιοί που φορούσαν ξύλινα προσωπεία …   Dictionary of Greek

  • κυριττοί — players who wear wooden masks masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυθαλία — Προσωνυμία της θεάς Άρτεμης στη Σπάρτη, ως προστάτιδας της γονιμότητας και των νηπίων. Η ονομασία προέρχεται από την κορυθάλη, δάφνινο κλαδί στολισμένο με κορδέλες ή στεφάνι με λουλούδια που κρεμούσαν στις εξώπορτες κατά τις εφηβικές γιορτές και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»