-
1 κυριττοί
κυριττοίplayers who wear wooden masks: masc nom /voc pl -
2 κυριττοί
κυριττοί, οἱ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυριττοί
-
3 Κορυθαλία
Κορυθαλία or [suff] Kορῠ-θαλλία, ἡ, title of Artemis at Sparta, Polem Hist. 86; also in Italy, Hsch.A s.v. κυριττοί.II = εἰρεσιώνη, Id.:— also [full] κορυθάλεια, [full] κορυθάλη, [full] κορυθαλίς, EM303.32, 531.53, 276.28. [full] Κορυθαλλίστριαι, αἱ, girls who dance in honour of Κορυθαλλία, Hsch. [full] κορύθιον [ῠ], τό, Dim. of κόρυς, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Κορυθαλία
-
4 κύριθον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κύριθον
См. также в других словарях:
κυριττοί — κυριττοί, οἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κωμικοί ηθοποιοί που φορούσαν ξύλινα προσωπεία … Dictionary of Greek
κυριττοί — players who wear wooden masks masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορυθαλία — Προσωνυμία της θεάς Άρτεμης στη Σπάρτη, ως προστάτιδας της γονιμότητας και των νηπίων. Η ονομασία προέρχεται από την κορυθάλη, δάφνινο κλαδί στολισμένο με κορδέλες ή στεφάνι με λουλούδια που κρεμούσαν στις εξώπορτες κατά τις εφηβικές γιορτές και… … Dictionary of Greek