-
1 κυριεία
κῡρι-εία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυριεία
См. также в других словарях:
κυριεία — και κυρεία και κυριήα και κυρία, ἡ (Α) [κυριεύω] το δικαίωμα ιδιοκτησίας, η κυριότητα … Dictionary of Greek
1 κυριεία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυριεία
κυριεία — και κυρεία και κυριήα και κυρία, ἡ (Α) [κυριεύω] το δικαίωμα ιδιοκτησίας, η κυριότητα … Dictionary of Greek