1 κυν-όδων
κυν-όδων, = κυνόδους, Epicharm. a. a. O.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > κυν-όδων
κυνόδων — κυνόδων, οντος, ὁ (Α) ο κυνόδοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + ὀδών, ιων. τ. αντί ὀδούς] … Dictionary of Greek