Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κυνῶπις

См. также в других словарях:

  • κυνώπις — κυνώπις, ιδος, ἡ (Α) βλ. κυνώπης …   Dictionary of Greek

  • κυνῶπις — κυνώπης dog eyed fem nom sg κυνῶπις dog eyed fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνώπης — κυνώπης, ὁ θηλ. κυνῶπις, ιδος (Α) 1. αυτός που έχει σκυλήσια μάτια 2. αναιδής, αναίσχυντος («τιμὴν ἀρνύμενοι Μενελάῳ σοί τε, κυνῶπα», Ομ. Ιλ.) 3. το θηλ. ἡ κυνώπις ως προσωνυμία πολλών θεαινών («κυνώπιδος εἵνεκα κούρης», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • κυνῶπιν — κυνώπης dog eyed fem acc sg κυνῶπις dog eyed fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνώπιδα — κυνώ̱πιδα , κυνώπης dog eyed fem acc sg κυνῶπις dog eyed fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνώπιδες — κυνώ̱πιδες , κυνώπης dog eyed fem nom/voc pl κυνῶπις dog eyed fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνώπιδι — κυνώ̱πιδι , κυνώπης dog eyed fem dat sg κυνῶπις dog eyed fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνώπιδος — κυνώ̱πιδος , κυνώπης dog eyed fem gen sg κυνῶπις dog eyed fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»