-
1 κυνώπις
-
2 κυνῶπις
-
3 κυνώπιν
-
4 κυνῶπιν
-
5 κυνώπιδα
κυνώ̱πιδα, κυνώπηςdog-eyed: fem acc sgκυνῶπιςdog-eyed: fem acc sg -
6 κυνώπιδες
κυνώ̱πιδες, κυνώπηςdog-eyed: fem nom /voc plκυνῶπιςdog-eyed: fem nom /voc pl -
7 κυνώπιδι
κυνώ̱πιδι, κυνώπηςdog-eyed: fem dat sgκυνῶπιςdog-eyed: fem dat sg -
8 κυνώπιδος
κυνώ̱πιδος, κυνώπηςdog-eyed: fem gen sgκυνῶπιςdog-eyed: fem gen sg -
9 κυνώπης
κυν - ώπης, voc. κυνῶπα, and κυνῶπις, ιδος: literally dog-faced, i. e. impudent, shameless.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κυνώπης
См. также в других словарях:
κυνώπις — κυνώπις, ιδος, ἡ (Α) βλ. κυνώπης … Dictionary of Greek
κυνῶπις — κυνώπης dog eyed fem nom sg κυνῶπις dog eyed fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνώπης — κυνώπης, ὁ θηλ. κυνῶπις, ιδος (Α) 1. αυτός που έχει σκυλήσια μάτια 2. αναιδής, αναίσχυντος («τιμὴν ἀρνύμενοι Μενελάῳ σοί τε, κυνῶπα», Ομ. Ιλ.) 3. το θηλ. ἡ κυνώπις ως προσωνυμία πολλών θεαινών («κυνώπιδος εἵνεκα κούρης», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
κυνῶπιν — κυνώπης dog eyed fem acc sg κυνῶπις dog eyed fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνώπιδα — κυνώ̱πιδα , κυνώπης dog eyed fem acc sg κυνῶπις dog eyed fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνώπιδες — κυνώ̱πιδες , κυνώπης dog eyed fem nom/voc pl κυνῶπις dog eyed fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνώπιδι — κυνώ̱πιδι , κυνώπης dog eyed fem dat sg κυνῶπις dog eyed fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνώπιδος — κυνώ̱πιδος , κυνώπης dog eyed fem gen sg κυνῶπις dog eyed fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)