Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κυνάριον

См. также в других словарях:

  • κυνάριον — little dog neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνάριον — το (Α κυνάριον) σκυλάκι («προσάλλεσθαί σε δεήσει ὥσπερ τὰ κυνάρια», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + υποκορ. κατάλ. άριον] …   Dictionary of Greek

  • κυναρίοις — κυνάριον little dog neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυναρίου — κυνάριον little dog neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυναρίων — κυνάριον little dog neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυναρίῳ — κυνάριον little dog neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνάρια — κυνάριον little dog neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύων — ο, η (AM κύων, κυνός, ό, ή) 1. σκύλος («Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες ὑλακόμωροι», Ομ. Οδ.) 2. (ως υβριστική λέξη) θρασύς, αναιδής και αναίσχυντος σαν τον σκύλο («δᾱερ ἐμεῑο κυνός, κακομηχάνου ὀκρυοέσσης», Ομ. Ιλ.) 3. πιστός σαν τον σκύλο… …   Dictionary of Greek

  • ψιχίζομαι — Μ [ψιχίον] τρώγω ψίχουλα («ψιχίσασθαι ὡς κυνάριον γλίχομαι», Στουδ. Θεόδ.) …   Dictionary of Greek

  • ՇՈՒՆ — (շան, շանց.) NBH 2 0490 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 8c, 12c, 13c գ. κύων canis. (լծ. յն. գի՛օն. լտ. գանիս. իտ. գանէ. գղղ. շիէն ). Չորքոտանի հաջողական, գազան՝ բայց ընտանի, տիրասէր, հաւատարիմ պահապան. ... Տե՛ս եւ ԲԱՐԱԿ: *Ոչ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»