-
1 κυνό-φρων
κυνό-φρων, hündisches Sinnes, unverschämt, Aesch. Ch. 612.
-
2 κυνόφρων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυνόφρων
-
3 κυνόφρων
κυνό-φρων, hündisches Sinnes, unverschämt -
4 κυνοφρων
См. также в других словарях:
χοιρόφρων — ον, Μ αυτός που έχει συμπεριφορά χοίρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + φρων (< φρήν, φρενόξ), πρβλ. κυνό φρων] … Dictionary of Greek