-
1 κυνό-λυκος
κυνό-λυκος, ὁ, Hundswolf, = κροκόττας, Ctes. Ind. 32.
-
2 κυνόλυκος
κῠνό-λῠκος, ὁ,A = κροκόττας, Ctes.Fr.87.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυνόλυκος
-
3 κυνόλυκος
κυνό-λυκος, ὁ, Hundswolf
См. также в других словарях:
λυκοθαρσής — και, κατά τον Ησύχ., λυκοθρασής, ές (Α) τολμηρός σαν λύκος, αυτός που έχει το θάρρος λύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + θαρσής (< θάρσος), πρβλ. δορυ θαρσής, κυνο θαρσής] … Dictionary of Greek