-
1 κύντερος
A more dog-like, i.e. more shameless (cf.κύων 11
), Hom. only in neut.,ἐπεὶ οὐ σέο κύντερον ἄλλο Il.8.483
;οὐ.. κ. ἄλλο γυναικός Od.11.427
;οὐ γάρ τι στυγερῇ ἐπὶ γαστέρι κ. ἄλλο 7.216
; more horrible,κ. ἄλλο ποτ' ἔτλης 20.18
: later in masc.,κυνῶν κύντερος Anon.
ap. Suid. s.v. Διονυσίων.2 [comp] Sup. [full] κύντατος, η, ον, μερμήριζε.., ὅ τι κύντατον ἔρδοι Il.10.503
;κ. ἐνιαυτός h.Cer. 306
;κ. ἀνδρῶν A.R.3.192
; once in Trag.,τὰ κ. ἄλγη κακῶν E. Supp. 807
(lyr.); in later Prose, Phld.Ir.p.24 W.II [comp] Comp. [full] κυντερώτερος A.Fr. 432, Pherecr.106: [comp] Sup. [full] κυντατώτατος Eub.85, but [full] κυντότατος Arist.Fr.77.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κύντερος
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский