-
1 κυνηγίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυνηγίς
-
2 κυνηγίδα
κυνηγίςhound-leader: fem acc sg -
3 κυνηγίδι
κυνηγίςhound-leader: fem dat sg -
4 κυναγός
A hound-leader, i.e. huntsman, A. Ag. 695 (lyr.), etc.; as Adj.,τὴν κυναγὸν Ἄρτεμιν S.El. 563
; κυναγὲ παρσένε huntress-maid, Ar.Lys. 1270 (lyr.);Ἔρως ὁ Κύπριδος κ. Tim.
Com.2:—fem. [full] κυνηγίς, ίδος, huntress, name of a comedy by Philetaerus; also (sc. ναῦς), hunting-boat, Theb.Ostr.77 (i A.D.).— Trag. and Com. use κυνᾱγός even in trim., cf. Phryn.399, and v. κυνηγία:—later [full] κυνηγός Arist.HA 579b28, Callix.2, PPetr.3p.115 (iii B.C.), SIG459.2 (Beroea, iii B.C.), D.S.2.25, Plu.Luc.8; = Lat. bestiarius, gladiator who fights with beasts, Just.Nov.115.3.10; κυνᾱγός in this sense, Milet.1(9).314.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυναγός
См. также в других словарях:
κυνηγίς — κυνηγίς, ίδος, ἡ (Α) μτγν. θηλ. τού κυνηγός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυνηγός + κατάλ. ίς (πρβλ. αιλουρ ίς, θωρακ ίς)] … Dictionary of Greek
κυνηγίδα — κυνηγίς hound leader fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνηγίδι — κυνηγίς hound leader fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνηγός — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Οικισμός (19 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Προυσού. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 361 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας.… … Dictionary of Greek