-
1 κυμῑνο-δόκη
κυμῑνο-δόκη, ἡ, = Folgdm, Apollod. com. bei Poll. 10, 93.
-
2 κυμῑνοδόχη
κυμῑνο-δόχη, ἡ, u. κυμῑνο-δόκη, ἡ, u. κυμῑνο-δόκον, τό, u. κυμῑνο-θήκη, ἡ, Kümmelbehältnis, Kümmelbüchse, unter den auf den Tisch gesetzten Gefäßen
См. также в других словарях:
Κυμοδόκη — Κυμοδόκη, ἡ (Α) (όν. Νηρηίδας) αυτή που δέχεται τα κύματα ή πλήττεται από αυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. δουρο δόκη, κυμινο δόκη] … Dictionary of Greek