-
1 κυμινάτου
κυμινά̱του, κυμινᾶτονpreparation of: neut gen sg -
2 κύμηχα
См. также в других словарях:
κυμινάτον — κυμινᾱτον, τὸ (Α) [κύμινο] 1. είδος ποτού που παρασκευαζόταν από κύμινο ή περιείχε κύμινο 2. είδος φαγητού που περιείχε κύμινο … Dictionary of Greek
κύμινο — (Cuminum cyminum). Ετήσιο ποώδες φυτό, της οικογένειας των σκιαδοφόρων (δικοτυλήδονα). Κατάγεται από την Αίγυπτο και είναι γνωστό από την αρχαιότητα με τη σημερινή του ονομασία. Έχει όρθιο, πολύκλαδο βλαστό, ύψους 20 40 εκ., με βαθιά σχισμένα… … Dictionary of Greek
κυμινάτου — κυμινά̱του , κυμινᾶτον preparation of neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)