-
1 κυμβαλισμός
κυμβαλισμός, ὁ, das Cymbelschlagen, Alciphr. 3, 68.
-
2 κυμβαλισμός
κυμβαλισμός, ὁ, das Zymbelschlagen
См. также в других словарях:
κυμβαλισμός — ο (Α κυμβαλισμός) [κυμβαλίζω] το να παίζει κάποιος το κύμβαλο, η ανάκρουση τού κυμβάλου … Dictionary of Greek
κυμβαλισμόν — κυμβαλισμός playing on cymbals masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)