-
1 κυμβαλισμός
κυμβᾰλ-ισμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυμβαλισμός
-
2 κυμβαλισμόν
κυμβαλισμόςplaying on cymbals: masc acc sg
См. также в других словарях:
κυμβαλισμός — ο (Α κυμβαλισμός) [κυμβαλίζω] το να παίζει κάποιος το κύμβαλο, η ανάκρουση τού κυμβάλου … Dictionary of Greek
κυμβαλισμόν — κυμβαλισμός playing on cymbals masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)