-
1 κυλινδρικών
-
2 κυλινδρικῶν
См. также в других словарях:
κυλινδρικῶν — κυλινδρικός cylindrical fem gen pl κυλινδρικός cylindrical masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
σταυροθόλιο — (Αρχιτ.). Είδος θολωτής οροφής, που σχηματίζεται από τη διασταύρωση δύο κυλινδρικών θόλων, ίσης ή άνισης μεταξύ τους διαμέτρου. Επινόημα της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής, βρήκε την τελειοποίηση του στο Βυζάντιο, όπου για μεγαλύτερη στερεότητα… … Dictionary of Greek
αμιαντοτσιμέντο — Μείγμα τσιμέντου και αμιάντου, που απονέμεται με μεγάλη πίεση σε διαδοχικά επάλληλα στρώματα πολύ μικρού πάχους, ώσπου να σχηματιστούν επίπεδες ή κυματοειδείς πλάκες, σωλήνες, στοιχεία σύνδεσης (ρακόρ) κλπ. Στο εμπόριο, το α. κυκλοφορεί με… … Dictionary of Greek
αμόνι — Εργαλείο που χρησιμοποιεί ο σιδηρουργός, ικανό να αντέχει στις κρούσεις της σφύρας. Πάνω σε αυτό τοποθετείται το μεταλλικό υλικό (σίδερο, χαλκός, κράματα κλπ.), που έχει πυρωθεί στην κατάλληλη θερμοκρασία και σφυροκοπείται για να πάρει το… … Dictionary of Greek
κλέιβς — κρουστό όργανο τής αφρικανοκουβανικής κυρίως μουσικής, το οποίο αποτελείται από ένα ζεύγος σκληρών κυλινδρικών κομματιών ξύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξέν. όρου, πρβλ. αγγλ. claves < ισπ. claves < λατ. clavis «κλειδί»] … Dictionary of Greek
περιξυστικός — ή, ό, Ν [περιξύω] 1. αυτός που είναι κατάλληλος για περίξεση 2. φρ. «περιξυστικό μηχάνημα» μηχάνημα που χρησιμοποιείται για εξομάλυνση και λείανση κυλινδρικών επιφανειών, όπως είναι λ.χ. ο τόρνος … Dictionary of Greek
πετρελαιαγωγός — Σωλήνωση για τη μεταφορά αργού π. και των παραγώγων του από τους τόπους εξόρυξης και παραγωγής ή από τα λιμάνια άφιξης, στα διυλιστήρια ή στα λιμάνια φόρτωσης. Με πρωτοβουλία του Ροκφέλερ και της Standard Oil, οι πρώτοι πετρελαιαγωγοί… … Dictionary of Greek
πλατύπους — (platypus). Γένος κυλινδρικών κολεόπτερων, της οικογένειας των Πλατυποδιδών. Έχουν πλατύ μέτωπο και ζουν μέσα στα ξύλα διάφορων δέντρων. Το κυριότερο είδος είναι οπ. ο κυλινδρικός, που ζει στις βελανιδιές της Ευρώπης. * * * ουν / πλατύπους, ουν… … Dictionary of Greek
πολυαδένωμα — το, Ν ιατρ. καλοήθης όγκος τών αδένων και τών κυλινδρικών επιθηλίων ο οποίος προεξέχει στον βλεννογόνο … Dictionary of Greek
προβολή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά σε διάφορες περιπτώσεις, ιδιαίτερα μάλιστα στη γεωμετρία. 1. Αν ε, η είναι δύο ευθείες, όχι παράλληλες σε ένα επίπεδο Ε, τότε ονομάζεται προβολή ενός σημείου Μ του επιπέδου Ε πάνω στην ευθεία ε παράλληλα με… … Dictionary of Greek