-
1 κυλινδούμαι
-
2 κυλινδοῦμαι
См. также в других словарях:
κυλινδοῦμαι — κυλινδέω pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλινδούμαι — καλινδοῡμαι, έομαι (Α) 1. κυλίομαι, περιστρέφομαι, κυλιέμαι 2. ασχολούμαι διαρκώς με κάτι, περνώ τον καιρό μου κάπου, περνώ τις ώρες μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται προφανώς για προϊόν συμφυρμού τών ρ. ἀλινδοῦμαι και κυλινδοῦμαι. Η λ. εμφανίζει δύο… … Dictionary of Greek
κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… … Dictionary of Greek
προκυλινδούμαι — έομαι, Α κυλώ, πέφτω μπροστά στα πόδια κάποιου («προκυλινδεῑται ἡ πέρδιξ τοῡ θηρεύοντος», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κυλινδοῦμαι, ποιητ. τ. τού κυλίνδομαι] … Dictionary of Greek
προσκυλινδούμαι — έομαι, ΜΑ [κυλινδοῡμαι] κυλίομαι προς κάποιον … Dictionary of Greek
τρικυλίνδητος — και τρικαλίνδητος, ον, Α αυτός που έχει περιστραφεί τρεις φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κυλίνδομαι / κυλινδοῦμαι «κυλιέμαι, περιστρέφομαι, ταλαντεύομαι»] … Dictionary of Greek