-
1 κυλίστρα
κυλίστρᾱ, κυλίστραplace for horses to roll in: fem nom /voc /acc dualκυλίστρᾱ, κυλίστραplace for horses to roll in: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 κυλιστρα
-
3 κυλίστρα
-
4 κυλίστρα
κυλίστρα, ἡ, Ort zum Wälzen für die Pferde, Wälzplatz -
5 κυλίστρα
η детская горка -
6 κυλίστρα
κῠλ-ίστρα, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυλίστρα
-
7 κυλίστρας
κυλίστρᾱς, κυλίστραplace for horses to roll in: fem acc plκυλίστρᾱς, κυλίστραplace for horses to roll in: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 κυλίστραι
κυλίστραplace for horses to roll in: fem nom /voc plκυλίστρᾱͅ, κυλίστραplace for horses to roll in: fem dat sg (attic doric aeolic) -
9 κυλίστραν
κυλίστρᾱν, κυλίστραplace for horses to roll in: fem acc sg (attic doric aeolic) -
10 κυλίστραις
κυλίστραplace for horses to roll in: fem dat pl -
11 κύλισμα
-
12 καλιστρέων
καλίστραfem gen pl (epic ionic)καλιστρέωpres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic)κυλίστραplace for horses to roll in: fem gen pl (epic ionic) -
13 καλίστραν
καλίστρᾱν, καλίστραfem acc sg (attic doric aeolic)καλίστρᾱν, κυλίστραplace for horses to roll in: fem acc sg (attic doric aeolic) -
14 жёлоб
-а, πλθ. -а α.1. λούκι• υδροσωλήνας• οχετός στέγης.2. υδαταγωγος οωληνας μύλου.3. ποτίστρα ζώων.4. κυλίστρα, κατολισθητήρας, μεταφορέας. -
15 рулетка
-и θ.μετροταινία, κορδέλα. || κυλίστρα, ρουλέτα, ρολίνα. -
16 καλίστρα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλίστρα
-
17 κύλισμα
A roll, Sm.Ez.10.13, Hippiatr.79, 117; κ. κανθάρου, ball of dung rolled by a beetle, PMag.Berol.1.223.II = κυλίστρα, Hippiatr.8; v.l. for sq., 2 Ep.Pet.2.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κύλισμα
-
18 κυλιστήριον
κῠλ-ιστήριον, τό,A = κυλίστρα, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυλιστήριον
-
19 ῥοία
A flow, flux, Hp.Loc.Hom.9(pl.).II = κυλίστρα τῶν ἵππων παρὰ τῷ ποταμῷ καὶ ψάμμῳ, Hsch. (cf. ῥοαί·.. ἱππόδρομος, Id.).
См. также в других словарях:
κυλίστρα — κυλίστρᾱ , κυλίστρα place for horses to roll in fem nom/voc/acc dual κυλίστρᾱ , κυλίστρα place for horses to roll in fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίστρα — η (AM κυλίστρα) [κυλίνδω] ειδικό μέρος όπου κυλιούνται τα άλογα και γενικά τα ζώα νεοελλ. επικλινής και λεία φυσική ή τεχνητή επιφάνεια, στην οποία κατολισθαίνουν τα παιδιά παίζοντας, τσουλίστρα, τσουλήθρα αρχ. κονίστρα παλαίστρας … Dictionary of Greek
κυλίστρα — η 1. επίπεδο μέρος γεμάτο άμμο όπου κυλιούνται τα ζώα. 2. λείο και επικλινές επίπεδο πάνω στο οποίο κάθονται και κυλιούνται τα παιδιά, τσουλίστρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυλίστρας — κυλίστρᾱς , κυλίστρα place for horses to roll in fem acc pl κυλίστρᾱς , κυλίστρα place for horses to roll in fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίστραι — κυλίστρα place for horses to roll in fem nom/voc pl κυλίστρᾱͅ , κυλίστρα place for horses to roll in fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίστραν — κυλίστρᾱν , κυλίστρα place for horses to roll in fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίστραις — κυλίστρα place for horses to roll in fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλίστρα — ἀλίστρα, η (Α) [ἀλίνδω] αλινδήθρα, κυλίστρα τών αλόγων … Dictionary of Greek
αλογοκυλίστρα — η τόπος όπου κυλιούνται τα άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + κυλίστρα] … Dictionary of Greek
κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… … Dictionary of Greek
κυλιστήριο(ν) — το (Α κυλιστήριον) [κυλίνδω] το μέρος όπου κυλιούνται τα ζώα, η κυλίστρα* … Dictionary of Greek