-
1 κύκλ'
κύκλα, κύκλοςring: neut nom /voc /acc plκύκλε, κύκλοςring: masc voc sg -
2 κυκλάζω
A go round about, surround, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυκλάζω
-
3 κυκλαίνω
A make round, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυκλαίνω
-
4 κύκλευμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κύκλευμα
-
5 κυκλευτήριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυκλευτήριον
-
6 κυκλευτής
A tender of waterwheel, PLond.1.131.32, al. (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυκλευτής
-
7 κυκλεύω
2 traverse,μιᾶς ἡμέρας κ. περίοδον Str.6.3.7
, cf. J.AJ9.3.1, Supp.Epigr.2.530 ([place name] Puteoli); ἥλιος κ.τὴν γῆν Cleom.1.2
.3 work a water-wheel, PLond.1.131.495 (ii A.D.).b irrigate by means of a water-wheel, PGrenf.1.58.7 (vi A.D.).II circumvent, surround, App.BC4.71 ([voice] Pass.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυκλεύω
-
8 κυκλέω
2 move round or in a circle, ; ἐπ' ἀνδρὶ δυσμενεῖ βάσιν κυκλοῦντα, metaph., from dogs questing about for the scent, Id.Aj.19; , cf. Ar.Av. 1379; κ. πρόσωπον, ὄμμα, look round, look about, E.Ph. 364, Ar.Th. 958 (lyr.); = κυκλεύω 1, Hp. Fract.4.II [voice] Med. and [voice] Pass., form a circle round, encompass, encircle,μηνοειδὲς ποιήσαντες τῶν νεῶν ἐκυκλεῦντο ὡς περιλάβοιεν αὐτούς Hdt.8.16
(elsewh. κυκλόομαι) ; ἴδεσθέ μ' οἷον ἄρτι κῦμα.. κυκλεῖται encompasses me, S.Aj. 353 (lyr.).2 go round and round, revolve,τὴν αὐτὴν φορὰν κ. Pl.R. 617a
;χρόνου.. κατ' ἀριθμὸν κυκλουμένου Id.Ti. 38a
; ;ὁ βίος ἀγαθοῖς τε καὶ κακοῖς κ. πάντα τὸν αἰῶνα D.S.18.59
; δι' ἀλλήλων αὐτοῖς -εῖται τὸ κακόν, of the vicious circle in disease, Gal.10.360.4 metaph., of sayings, etc., to be current, pass from mouth to mouth,τὸ κυκλούμενον παρὰ πᾶσιν ἔπος Plu.2.118c
.III intr. in [voice] Act., revolve, come round and round, πολλαὶ κυκλοῦσι νύκτες ἡμέραι τ' ἴσαι (but read κυκλοῦνται as L had originally) S.El. 1365;δελφῖνες.. πέριξ κυκλοῦντες Plu.2.16
of. -
9 κυκληδόν
κυκλ-ηδόν, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυκληδόν
-
10 κύκλησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κύκλησις
-
11 κυκλιακός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυκλιακός
-
12 κυκλιάς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυκλιάς
-
13 κυκλιαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυκλιαῖος
-
14 κυκλίζω
A cause to revolve,τὰ ἐναντία περὶ τὴν μένουσαν οὐσίαν Olymp. in Phd.p.145
N.:—[voice] Pass., revolve, ib.p.130 N., al.; to be enclosed as in a circle,ἡ οἰκουμένη -ίζεται ἐν τέτταρσι μέρεσιν Agatharch.64
.II intrans. in [voice] Act., revolve, Dam.Pr. 23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυκλίζω
-
15 κυκλικός
A circular, moving in a circle, ,κίνησις Placit.2.7.5
;περίοδος D.S.2.36
: metaph., Procl.Inst.33. Adv. -κῶς, κινεῖσθαι Arist.Cael. 272b24
.2 of a circle,λόγος Iamb. in Nic.p.61
P.; κ. ἀριθμός a number which ends in the same digit when squared, Nicom.Ar.2.17.3 Astrol., subordinate, ruling in rotation, Vett.Val.175.17.b - κὰ ἔτη the minimum duration of life corresponding to a planet, Balbill. in Cat.Cod.Astr.8(4).236, 237.4 - κός (sc. πούς), ὁ, a form of anapaest in which the long syllable is shorter than a normal long, D.H.Comp.17.II κυκλικοί, οἱ, the poets of the Epic cycle (cf. κύκλος), Sch.Il.3.242, al.; alsoἡ κ. Θηβαΐς Ath.11.465e
; but τὸ ποίημα τὸ κ. commonplace, conventional poem (cf.IV), Call.Epigr.30.1.III f.l. for κύκλιος 11,χορός Lys.21.2
; τῶν κυκλικῶν (v.l. κυκλίων)αὐλητῶν Luc.Salt.2
.IV in common use, ἡ κ. (sc. ἔκδοσις ) the vulgate, Sch.Od.16.195, 17.25: but Adv. - κῶς conventionally, οὐ κ. τὰ ἐπίθετα προσέρριπται ib.7.115.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυκλικός
-
16 κύκλιος
A round, circular,ἀσπίς Archestr.Fr.13.3
; ὕδωρ κύκλιον, of the Delian lake (cf. τροχοειδής), E.IT 1104 (lyr.).II κύκλιος χορός, ὁ, ci cular or cyclic chorus, prop. of any which were danced in a ring round an altar, chiefly used of dithyrambic choruses, opp. those which were arranged in a square (τετράγωνοι Timae.44
), Ar.Nu. 333, Ra. 366, Fr.149.10, X.Oec. 8.20, Aeschin.3.232, etc.;ἐν τῷ ἀγῶνι τῶν κ. χορῶν Schwyzer 91.26
(Argos, iii B.C.); τῶν κ. (without χορῶν) Ἀρχ. Ἐφ. 1913.7 (Nisyros, iii B.C.), cf. Inscr.Cos13.4;ἐν τοῖς κ. ἀγῶσιν OGI213.38
(Didyma, iv/ iii B.C.); invented by Arion, Arist.Fr. 677: henceκύκλιον ὠρχήσαντο Call.Del. 313
;εἱλισσόμεναι κύκλια E.IA 1055
(lyr.).2 κ. μέλη dithyrambs, Ar.Av. 918; κύκλιος ἀναβολή Eup.l.c.3 = κυκλικός 11, AP11.130 (Poll.).4 = χορίαμβος, Sch.Heph.p.303 C.III name of month at Epidaurus, IG42(1).115.23 (iv/iii B.C.), al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κύκλιος
-
17 κυκλίσκιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυκλίσκιον
-
18 κυκλίσκος
2 small round cake of wax, Dsc. 2.83; lozenge, = τροχίσκος, Hp.Mul.2.188, Gal.12.276, Lycusap. Orib.8.25.23, Aët.15.37.II ring to pass the reins through, Gal. 2.323.3 f.l. for κοιλίσκος (q.v.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυκλίσκος
-
19 κυκλισκωτός
A v.l. for κοιλισκωτός (q.v.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυκλισκωτός
-
20 κυκλισμός
κυκλ-ισμός, ὁ,A circular motion, circularity, Simp. in Ph.1280.33, Olymp.in Phd.pp.141,145 N., Hsch. s.v. ἀλάθεας ὥρας.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυκλισμός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κύκλ' — κύκλα , κύκλος ring neut nom/voc/acc pl κύκλε , κύκλος ring masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
αιγίδα — (αιγίς). Κατά την αρχαιότητα, η λέξη υποδήλωνε οποιοδήποτε επιθετικό ή αμυντικό όπλο των θεών και κυρίως του Δία και της Αθηνάς. Ως επιθετικό όπλο σήμαινε το σύννεφο της θύελλας που εξαπέλυε τις αστραπές και περιέκλειε την έννοια της καταιγίδας,… … Dictionary of Greek
ημικύκλιος — ο (AM ἡμικύκλιος, ον) 1. ημικυκλικός 2. το ουδ. ως ουσ. το ημικύκλιο α) το μισό τού κύκλου β) μαθ. καθένα από τα δύο ίσα τμήματα στα οποία χωρίζεται ένας κύκλος από μια διάμετρο αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμικύκλιον α) κάθισμα, έδρανο ημικυκλικό β)… … Dictionary of Greek
κοτήεις — και κοτόεις, εσσα, εν (Α) γεμάτος οργή και έχθρα, οργισμένος, φθονερός, εκδικητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κότος «οργή, έχθρα» + επίθημα ήεις / όεις (πρβλ. δενδρ ήεις / κυκλ όεις)] … Dictionary of Greek
κρινόεις — κρινόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού κρίνου, λευκός 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο είδος χορικής ορχήσεως κρίνον 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ κρινόεις όνομα ενός από τους Ιδαίους Δακτύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + επίθημα (ό)εις… … Dictionary of Greek
κροκόεις — κροκόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού κρόκου, κίτρινος 2. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ό κροκόεις ή τὸ κροκόεν ένδυμα βαμμένο με κρόκο («ὃς ἐμὲ κροκόεν τόδ ἐνέδυσεν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + επίθημα (ο)εις (πρβλ. αστερ… … Dictionary of Greek
μύωπα — και μύωψ, ο (ΑΜ μύωψ) αυτός που βλέπει καλά μόνο τα κοντινά, αλλά που μισοκλείνει τα μάτια του για να δει πρόσωπα ή αντικείμενα που βρίσκονται μακριά («διὰ τί οἱ μύωπες συνάγοντες τὰ βλέφαρα ὁρῶσιν», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. ιατρ. αυτός που πάσχει… … Dictionary of Greek
νεκυηδόν — (Α) επίρρ. σαν νεκρό σώμα, σαν λείψανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + επιρρηματική κατάλ. ηδόν (πρβλ. κυκλ ηδόν, λυκ ηδόν)] … Dictionary of Greek
νωτιάδα — και νωτιάς, η (Α νωτιάς, άδος) 1. η νωτιαία 2. φρ. «νωτιάδα φθίση» ή «νωτιάς φθίσις» πάθηση συφιλιδικής αιτιολογίας η οποία χαρακτηρίζεται από εξελικτική αλλοίωση τής ουσίας τού νωτιαίου μυελού και εκδηλώνεται με διαταραχή τής κινητικότητας και… … Dictionary of Greek
πληγάς — άδος, ή, Α 1. το δρεπάνι 2. πληθ. «αἱ πληγάδες» οι Συμπληγάδες πέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πληγή + επίθημα άς, άδος (πρβλ. κυκλ άς, στολ άς)] … Dictionary of Greek