Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

κυκλώνας

См. также в других словарях:

  • κυκλώνας — Σύστημα που συνδυάζει χαμηλές πιέσεις και ισχυρούς ανέμους. Αντίθετης μορφής είναι οι καλούμενοι αντικυκλώνες ή υφέσεις, που αποτελούνται από υψηλές πιέσεις και ανέμους σχετικά μικρής έντασης. Οι κ. αποτελούν μια βίαιη ατμοσφαιρική διατάραξη… …   Dictionary of Greek

  • κυκλώνας — ο μεγάλος όγκος αέρα που μετακινείται ταχύτατα, τυφώνας, σίφουνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυφώνας — Όρος με τον οποίο αναφέρεται ο τροπικός κυκλώνας, που σχηματίζεται στον Ειρηνικό και Ινδικό ωκεανό και προπάντων στην Κινεζική θάλασσα. Ο όρος προέρχεται από την κινεζική λέξη ταϊφούνγκ. Οι τ. σχηματίζονται συνήθως μεταξύ του φθινοπώρου και της… …   Dictionary of Greek

  • Σαμόα — Συκρότημα νησιών της Ωκεανίας στο Νότιο Ειρηνικό Ωκεανό.Tο κράτος των Δυτικών Σαμόα (οι Aνατολικές ανήκουν στις Hνωμένες Πολιτείες) έχει επιφάνεια 2.944 τ.χλμ. O πληθυσμός είναι περίπου 178. 631 και από όλες τις μικρές αποικίες της Ωκεανίας είναι …   Dictionary of Greek

  • Cyklon — Zyklon (griechisch κυκλώνας kiklónas „der Rotierende“, vergl. Zyklus „Kreis“) steht: in der Meteorologie für einen heftigen tropischer Wirbelsturm, siehe Zyklon für ein Gerät der Verfahrenstechnik, siehe Zyklon (Fliehkraftabscheider) für ein… …   Deutsch Wikipedia

  • Zyklon (Begriffsklärung) — Zyklon (griechisch κυκλώνας kiklónas „der Rotierende“, vergl. Zyklus „Kreis“) steht: in der Meteorologie für einen heftigen tropischen Wirbelsturm, siehe Zyklon für ein Gerät der Verfahrenstechnik, siehe Fliehkraftabscheider für… …   Deutsch Wikipedia

  • Ciclón (fenómeno natural) — Este artículo o sección necesita referencias que aparezcan en una publicación acreditada, como revistas especializadas, monografías, prensa diaria o páginas de Internet fidedignas. Puedes añadirlas así o avisar …   Wikipedia Español

  • βέμβιξ — ( ικος), η (Α) 1. η σβούρα 2. δίνη, ρουφήχτρα 3. κυκλώνας 4. μικρό υμενόπτερο έντομο με κίτρινες και μαύρες γραμμές στην κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλα προς το βόμβος σχηματίστηκε η λ. βέμβιξ (ῖκος) < (ρίζα) *bamb «φουσκώνω» + (επίθημα) ῑκ ,… …   Dictionary of Greek

  • κυκλωνογένεση — η (μετεωρ.) η διεργασία κατά την οποία εκδηλώνεται, αναπτύσσεται και ισχυροποιείται ένα κέντρο χαμηλών πιέσεων, δηλ. ένας κυκλώνας …   Dictionary of Greek

  • κυκλωνόλυση — η (μετεωρ.) η διεργασία κατά την οποία ένα κέντρο χαμηλών πιέσεων, δηλαδή ένας κυκλώνας, τείνει να διαλυθεί προοδευτικά …   Dictionary of Greek

  • σίφουνας — ο, Ν 1. (μετεωρ.) α) μάζα αέρα, περιστρεφόμενη με μεγάλη ταχύτητα και μετακινούμενη σε ορισμένη επιφάνεια εδάφους με τη μορφή κατακόρυφης στήλης μικρής διαμέτρου, που συμπαρασύρει βίαια κατά την περιδίνησή της προς τα επάνω σκόνη και διάφορα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»