-
1 κυκλο-φορέομαι
κυκλο-φορέομαι, sich im Kreise bewegen; τῆς ἐν τόρνῳ κυκλοφορουμένης σφαίρας Arist. dc mund. 2; Plut. u. a. Sp.
-
2 κυκλοφορέομαι
-
3 κυκλοφορεομαι
носиться по кругу, описывать круг(ἥ κυκλοφορουμένη σφαῖρα Arst.; ὅ ἥλιος κυκλοφορεῖται Plut.)