Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

κυκλοφορία

См. также в других словарях:

  • κυκλοφορία — κυκλοφορίᾱ , κυκλοφορία circular motion fem nom/voc/acc dual κυκλοφορίᾱ , κυκλοφορία circular motion fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκλοφορίᾳ — κυκλοφορίᾱͅ , κυκλοφορία circular motion fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκλοφορία — η (Α κυκλοφορία) [κυκλοφορώ] η κυκλική κίνηση νεοελλ. 1. μετακίνηση, κίνηση («αυτή την ώρα στους δρόμους υπάρχει μεγάλη κυκλοφορία αυτοκινήτων») 2. μεταβίβαση, συναλλαγή («κυκλοφορία τού χρήματος») 3. έκδοση και πώληση εντύπου («κυκλοφορία τών… …   Dictionary of Greek

  • κυκλοφορία — η 1. κυκλική κίνηση: Είναι θέμα κυκλοφορίας του αίματος. 2. «κυκλοφορία εφημερίδων, περιοδικών κ.ά.», ο δείχτης κατανάλωσής τους. 3. «κυκλοφορία τροχοφόρων», η κίνηση των τροχοφόρων στους δρόμους της πόλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οδική κυκλοφορία — Η κίνηση οχημάτων και πεζών στους διάφορους δρόμους, η οποία διέπεται από ορισμένους κανόνες, για την ασφαλέστερη και ταχύτερη διακίνηση. Στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες, η κίνηση αυτή ρυθμίζεται από τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • κυκλοφορίας — κυκλοφορίᾱς , κυκλοφορία circular motion fem acc pl κυκλοφορίᾱς , κυκλοφορία circular motion fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκλοφορίαι — κυκλοφορίᾱͅ , κυκλοφορία circular motion fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκλοφορίαν — κυκλοφορίᾱν , κυκλοφορία circular motion fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκλοφοριῶν — κυκλοφορία circular motion fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»