-
1 κυκλικος
31) кругообразный, круговой(κίνησις Plut.)
2) вращающийся(σῶμα Arst.)
3) круговойκ. χορός Lys. — круговой хор (певший во время музыкальных состязаний дифирамб Дионису, стоя вокруг его алтаря;
в отличие от τετράγωνος «четырехугольного» в драме)4) киклический, относящийся к традиционному циклу сказаний(τὸ ποίημα Anth.)
-
2 κυκλικός
-
3 κυκλικός
[кикликос] εκ. круговой, кругообразный, циклический.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κυκλικός
-
4 κυκλικός
[кикликос] επ круговой, кругообразный, циклический. -
5 κυκλιοδιδασκαλος
-
6 κυκλιος
3 и 21) (= κυκλικός См. κυκλικος 3) круговой, киклический(χορός Arph., Arst., Plut.)
κύκλια μέλη Arph. — киклические песнопения, т.е. дифирамбы2) круглый, кругообразныйὕδωρ κύκλιον Eur. — круглое (т.е. Делосское) озеро
-
7 ανακυκλικος
-
8 χορος
ὅ1) хор, хоровод, хороводная пляска с пениемχορὸν ἰέναι и εἰσοιχνεῖν или ἐς χορὸν ἔρχεσθαι Hom. — вступать в хоровод, т.е. принимать участие в хороводной пляске;χ. (ἐγ)κύκλιος или κυκλικός Eur., Plat., Plut. — циклический (круговой) хоровод ( вокруг алтаря Вакха в праздник Дионисий);χορὸν αἰτεῖν Arph., Plut. — просить (у архонта-басилевса) разрешения на устройство хора, т.е. на постановку театральной пьесы с хором;χορὸν διδόναι Plat. — давать разрешение на постановку драматического произведения;2) хороводная песнь(ᾠδαὴ καὴ χοροί Xen.; χορὸν ᾄδειν Plat.)
3) место (площадка) для хора(οἰκία καὴ χοροί, χοροὴ ἠδὲ θόωκοι Hom.)
λειαίνειν χορόν Hom. — выравнивать площадку для хора4) перен. хоровод, толпа, вереница, стая, рой(ἄστρων Eur.; ἰχθύων Soph.; τεττίγων Plat.; κολάκων Xen.)
χ. Μοισᾶν Pind. — сонм Муз;χ. κακῶν Plat. — вереница бед;οἱ χοροὴ οἱ πρόσθιοι ирон. Arph. — передний ряд зубов;τέν δὲ σοφίαν ποῦ χοροῦ τάξομεν ; Plat. — к какому же разряду отнесем мы мудрость?
См. также в других словарях:
κυκλικός — circular masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλικός — Ο στρογγυλός, εκείνος που έχει σχήμα κύκλου. (Ιατρ.) Ασθένεια που εμφανίζει διαδοχικά και με κανονικό τρόπο τις εκδηλώσεις της. Με την εκδήλωση των πρώτων συμπτωμάτων της μπορούν να προβλεφθούν αυτά που θα επακολουθήσουν. (Μουσ.) Όρος που… … Dictionary of Greek
κυκλικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει σχήμα κύκλου, στρογγυλός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυκλικά — κυκλικός circular neut nom/voc/acc pl κυκλικά̱ , κυκλικός circular fem nom/voc/acc dual κυκλικά̱ , κυκλικός circular fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλικώτερον — κυκλικός circular adverbial comp κυκλικός circular masc acc comp sg κυκλικός circular neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλικῶν — κυκλικός circular fem gen pl κυκλικός circular masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλικόν — κυκλικός circular masc acc sg κυκλικός circular neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύκλοτρο ή κυκλοτρόνιο — Κυκλικός επιταχυντής ηλεκτρικά φορτισμένων σωματιδίων (πρωτόνια, σωμάτια α, δευτερόνια κλπ.). Κατασκευάστηκε κατά το 1930 από τον Έρνεστ Ορλάντο Λόρενς (Νόμπελ φυσικής, 1939) του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια και λειτούργησε για πρώτη φορά το 1932 … Dictionary of Greek
κυκλικαῖς — κυκλικός circular fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλικαί — κυκλικός circular fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλικοῖς — κυκλικός circular masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)