-
1 κυκλείς
-
2 κυκλεῖς
-
3 κυκλέω
2 move round or in a circle, ; ἐπ' ἀνδρὶ δυσμενεῖ βάσιν κυκλοῦντα, metaph., from dogs questing about for the scent, Id.Aj.19; , cf. Ar.Av. 1379; κ. πρόσωπον, ὄμμα, look round, look about, E.Ph. 364, Ar.Th. 958 (lyr.); = κυκλεύω 1, Hp. Fract.4.II [voice] Med. and [voice] Pass., form a circle round, encompass, encircle,μηνοειδὲς ποιήσαντες τῶν νεῶν ἐκυκλεῦντο ὡς περιλάβοιεν αὐτούς Hdt.8.16
(elsewh. κυκλόομαι) ; ἴδεσθέ μ' οἷον ἄρτι κῦμα.. κυκλεῖται encompasses me, S.Aj. 353 (lyr.).2 go round and round, revolve,τὴν αὐτὴν φορὰν κ. Pl.R. 617a
;χρόνου.. κατ' ἀριθμὸν κυκλουμένου Id.Ti. 38a
; ;ὁ βίος ἀγαθοῖς τε καὶ κακοῖς κ. πάντα τὸν αἰῶνα D.S.18.59
; δι' ἀλλήλων αὐτοῖς -εῖται τὸ κακόν, of the vicious circle in disease, Gal.10.360.4 metaph., of sayings, etc., to be current, pass from mouth to mouth,τὸ κυκλούμενον παρὰ πᾶσιν ἔπος Plu.2.118c
.III intr. in [voice] Act., revolve, come round and round, πολλαὶ κυκλοῦσι νύκτες ἡμέραι τ' ἴσαι (but read κυκλοῦνται as L had originally) S.El. 1365;δελφῖνες.. πέριξ κυκλοῦντες Plu.2.16
of. -
4 σύννοια
A meditation, συννοίῃ ([dialect] Ion.) ἐχόμενος wrapped in thought, Hdt.1.88;ἐμοὶ.. ἡ ξ. βουλεύει πάλαι S.Ant. 279
;εἰς σ. αὐτὸς αὑτῷ ἀφικέσθαι Pl.R. 571d
, cf. Lg. 790b; ἐπὶ συννοίᾳ or- ας βαδίζειν Luc.Pisc.13
, Sat.11;ἐπὶ συννοίας γενέσθαι Alciphr.3.67
; μετὰ συννοίας [ποιεῖν τι] Arist.Pr. 917b39.2 anxious thought, anxiety,συννοίᾳ δάπτομαι κέαρ A.Pr. 437
;πόδ' ἐπὶ συννοίᾳ κυκλεῖς E. Or. 632
;σύννοιαν ὄμμασιν φέρων Id.Heracl. 381
, cf. Phld.Ir.p.72 W.II συννοίᾳ.. οἷον δέδρακεν ἔργον remorse for the deed, E. Andr. 805; expld. in Pl.Def. 415e, by διάνοια μετὰ λύπης.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύννοια
См. также в других словарях:
κυκλεῖς — κυκλέω wheel along pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλώ — (I) κυκλῶ, έω (Α) [κύκλος] 1. μεταφέρω με άμαξα («κυκλήσομεν ἐνθάδε νεκρούς», Ομ. Ιλ.) 2. κινώ γύρω γύρω, κυκλικά, περιφέρω («πόδα... ἀνὰ κύκλον κυκλεῑς», Αριστοφ.) 3. (αμτβ.) επανέρχομαι περιοδικώς («πολλαὶ κυκλοῡσι νύκτες ἡμέραι τ ἴσαι», Σοφ.)… … Dictionary of Greek