-
1 κυκλίσκος
κυκλίσκοςsmall circle: masc nom sg -
2 κυκλίσκος
2 small round cake of wax, Dsc. 2.83; lozenge, = τροχίσκος, Hp.Mul.2.188, Gal.12.276, Lycusap. Orib.8.25.23, Aët.15.37.II ring to pass the reins through, Gal. 2.323.3 f.l. for κοιλίσκος (q.v.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυκλίσκος
-
3 κυκλίσκοι
κυκλίσκοςsmall circle: masc nom /voc pl -
4 κυκλίσκοις
κυκλίσκοςsmall circle: masc dat pl -
5 κυκλίσκον
κυκλίσκοςsmall circle: masc acc sg -
6 κυκλίσκου
κυκλίσκοςsmall circle: masc gen sg -
7 κυκλίσκους
κυκλίσκοςsmall circle: masc acc pl -
8 κυκλίσκων
κυκλίσκοςsmall circle: masc gen pl -
9 κυκλίσκω
-
10 κυκλίσκῳ
-
11 κοιλίσκος
κοιλίσκος, ὁ,A scoop-shaped knife, for surgical uses, Gal.10.445, Id. ap.Orib.46.21.17, Paul.Aeg.6.90 ( κυκλίσκος is v.l. in Gal. l.c. and an unnecessary conjecture in Orib., Paul.Aeg. ll.cc.):—Adj. [full] κοιλισκωτός,ἐκκοπεύς Paul.Aeg.
l.c. (v.l. κυκλισκωτός).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοιλίσκος
См. также в других словарях:
κυκλίσκος — κυκλίσκος, ὁ (Α) 1. μικρός κύκλος 2. τμήμα αστρονομικού οργάνου κυκλικού σχήματος 3. στρογγυλό στίγμα 4. μικρή στρογγυλή πίτα 5. χάπι 6. δακτύλιος και ιδίως αυτός από τον οποίο διέρχονταν τα ηνία άρματος 7. το κυκλικό άνοιγμα ορνιθώνα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
κυκλίσκος — small circle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλίσκοι — κυκλίσκος small circle masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλίσκοις — κυκλίσκος small circle masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλίσκον — κυκλίσκος small circle masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλίσκου — κυκλίσκος small circle masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλίσκους — κυκλίσκος small circle masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλίσκων — κυκλίσκος small circle masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλίσκῳ — κυκλίσκος small circle masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek