-
1 κυκαναω
-
2 κυκανάω
-
3 κυρκανάω
κυρκανάω, nach Hesych. = κυκάω, ταράσσω; Hippocr.; Ar. Thesm. 429 δοκεῖ ὄλεϑρόν τιν' ἡμᾶς κυρκανᾶν, einrühren. Vgl. κυκανάω.
1 κυκαναω
2 κυκανάω
3 κυρκανάω
κυρκανάω, nach Hesych. = κυκάω, ταράσσω; Hippocr.; Ar. Thesm. 429 δοκεῖ ὄλεϑρόν τιν' ἡμᾶς κυρκανᾶν, einrühren. Vgl. κυκανάω.