-
1 κυνεάγας
A spinal marrow, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυνεάγας
См. также в других словарях:
κυνεάγας — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κυδώδων» … Dictionary of Greek
1 κυνεάγας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυνεάγας
κυνεάγας — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κυδώδων» … Dictionary of Greek