Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κυδρος

См. также в других словарях:

  • κυδρός — κυδρός, ά, όν (Α) 1. ένδοξος, επιφανής («Ἥρη... Διὸς κυδρὴ παράκοιτις», Ομ. Ιλ.) 2. (για ίππο) υπερήφανος, καμαρωτός 3. φρ. «κυδρότερον πίνω» πίνω με μεγαλύτερη όρεξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦδος + επίθημα ρός (πρβλ. αισχ ρός, ψυχ ρός). Κατά μία τολμηρή… …   Dictionary of Greek

  • κυδρός — κῡδρός , κυδρός more lustily masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυδρότερον — κῡδρότερον , κυδρός more lustily adverbial comp κῡδρότερον , κυδρός more lustily masc acc comp sg κῡδρότερον , κυδρός more lustily neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύδιστος — κύδιστος, ίοτη, ον (Α) (υπερθ. τού κυδρός) 1. πολύ φημισμένος, ενδοξότατος («Ζεῡ κύδιστε μέγιστε», Ομ. Ιλ.) 2. (για πράγματα) μέγιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος υπερθ. τού επιθ. κυδρός (σχηματισμένος από το θ. της λ. κῦδος) + κατάλ. ιστος (πρβλ. αἴσχ… …   Dictionary of Greek

  • κυδρῶν — κῡδρῶν , κυδρός more lustily fem gen pl κῡδρῶν , κυδρός more lustily masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυδρόν — κῡδρόν , κυδρός more lustily masc acc sg κῡδρόν , κυδρός more lustily neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • чудо — мн. чудеса, чудесный, чудесить, чудной, чудный, укр. чудо, мн. чудеса, блр. чудо, др. русск., ст. слав. чоудо, род. п. чоудесе θαῦμα, τέρας (Клоц., Супр.), болг. чудо, сербохорв. чу̏до, мн. чу̏да, чудѐса – то же, словен. čudo, род. п. čudesa,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • αισχρός — ή, ό (Α αἰσχρός, ά, όν) 1. αυτός που προκαλεί την ντροπή, επονείδιστος, επαίσχυντος, ατιμωτικός 2. ανήθικος, φαύλος, κακοήθης, άθλιος, φρικτός αρχ. 1. (ως αντίθ. τού καλός) (για την εξωτερική εμφάνιση) άσχημος, δύσμορφος, παραμορφωμένος 2.… …   Dictionary of Greek

  • δαΐφρων — (I) δαΐφρων ( ονος), ον (Α) 1. (ως επίθ. πολεμιστών) ο εμπειροπόλεμος, όποιος έχει πείρα και δεξιότητα στα πολεμικά 2. (για ιδιότητες ή καταστάσεις) αυτός που έχει ή προκαλεί γενναίο και υπερήφανο φρόνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τον Όμηρο ήδη μαρτυρούνται… …   Dictionary of Greek

  • εχθρός — ά, ό, αρσ. και εχτρός και οχτρός (ΑΜ ἐχθρός, ά, όν, Μ αρσ. και ὀχθρός και ὀχτρός) 1. αυτός εναντίον τού οποίου αισθάνεται κάποιος έχθρα, μίσος, απέχθεια, αποστροφή («ἐχθρὸς γάρ μοι κεῑνος ὅμως Ἀΐδαο πύλῃσιν», Ομ. Ιλ.) 2. (συν. το αρσ. και θηλ. ως …   Dictionary of Greek

  • θέμερος — θέμερος, έρα, ον (Α) 1. αυτός που έχει στερεές βάσεις, σταθερός 2. (κατά τον Ησύχ.) «βέβαιος, σεμνός, εὐσταθής». [ΕΤΥΜΟΛ. Συγγενές προς τα θεμός*, θέμις*, παρουσιάζει με το τελευταίο την ίδια μορφική αναλογία όπως τα κυδι /κύδος: κυδρός. Κατά μία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»