-
1 κυβιστώ
κυβιστάωtumble head foremost: pres imperat mp 2nd sgκυβιστάωtumble head foremost: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)κυβιστάωtumble head foremost: pres ind act 1st sg (attic epic ionic)κυβιστάωtumble head foremost: pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)κυβιστάωtumble head foremost: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)κυβιστάωtumble head foremost: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)κυβιστήςtumbler: masc gen sg (attic epic ionic) -
2 κυβιστῶ
κυβιστάωtumble head foremost: pres imperat mp 2nd sgκυβιστάωtumble head foremost: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)κυβιστάωtumble head foremost: pres ind act 1st sg (attic epic ionic)κυβιστάωtumble head foremost: pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)κυβιστάωtumble head foremost: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)κυβιστάωtumble head foremost: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)κυβιστήςtumbler: masc gen sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
κυβιστώ — και κυβισταίνω (Α κυβιστῶ, άω, ιων. τ. κυβιστέω) βάζω το κεφάλι κάτω και τα πόδια επάνω και αναστρέφομαι, κάνω ακροβατικό ελιγμό με το κεφάλι προς τα κάτω, κάνω τούμπα («ἦ μάλ ἐλαφρὸς ἀνήρ, ὡς ῥεῑα κυβιστᾷ», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για ψάρι) βυθίζομαι … Dictionary of Greek
κυβιστῶ — κυβιστάω tumble head foremost pres imperat mp 2nd sg κυβιστάω tumble head foremost pres subj act 1st sg (attic epic ionic) κυβιστάω tumble head foremost pres ind act 1st sg (attic epic ionic) κυβιστάω tumble head foremost pres subj act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβιστεύω — (Α) κυβιστώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μεταπλασμένος τ. του κυβιστώ, κατά τα ρήματα σε εύω] … Dictionary of Greek
περικυβιστώ — άω, Α κυβιστώ, κάνω τούμπες γύρω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κυβιστῶ «πηδώ και αναστρέφομαι, κάνω τούμπα»] … Dictionary of Greek
εγκυβιστώ — ἐγκυβιστῶ ( άω) (Α) 1. κυβιστώ, πέφτω με το κεφάλι 2. ριψοκινδυνεύω … Dictionary of Greek
κατακυβιστώ — κατακυβιστῶ, άω (Α) πέφτω ορμητικά με το κεφάλι προς τα κάτω, βουτώ («κατακυβιστήσας εἰς θάλασσαν βαθεῑαν», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κυβιστῶ «βουτώ, πέφτω με το κεφάλι»] … Dictionary of Greek
κυβίστημα — το (Α κυβίστημα) [κυβιστώ] ακροβατικός ελιγμός με το κεφάλι προς τα κάτω, τούμπα … Dictionary of Greek
κυβίστηση — η (Α κυβίστησις) [κυβιστώ] ακροβατικός ελιγμός με το κεφάλι προς τα κάτω (ὀρχήσεις παίδων καὶ κυβιστήσεις», Πλούτ.) νεοελλ. αστρον. 1. τυχαία περιστροφή πυραύλου, δορυφόρου ή διαστημοπλοίου γύρω από έναν άξονα 2. (αθλ.) γυμναστικό άλμα που… … Dictionary of Greek
κυβιστητήρ — κυβιστητήρ, ῆρος, ὁ (Α) [κυβιστώ] 1. αυτός που έχει ως επάγγελμα την κυβίστηση, ο επαγγελματίας ακροβάτης και χορευτής που ήταν εξασκημένος να εκτελεί τούμπες και περιστροφικές κινήσεις στηριζόμενος στα πόδια του («δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ αὐτοὺς… … Dictionary of Greek
κυβιστιώ — κυβιστιῶ, άω (Α) επιθυμώ να κυβιστήσω, να κάνω ακροβατικό ελιγμό με το κεφάλι προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυβιστώ «κάνω ακροβατικό ελιγμό με το κεφάλι» + ιῶ, κατάλ. εφετικών ρημάτων] … Dictionary of Greek
κύμβαχος — κύμβαχος, ον (Α) 1. αυτός που πέφτει προς τα κάτω με το κεφάλι («ἔκπεσε δίφρου κύμβαχος ἐν κονίῃσιν», Ομ. Ιλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κύμβαχος το ακρότατο σημείο τής περικεφαλαίας, ο κώνος της, στον οποίο στηριζόταν το λοφίο («κόρυθος...… … Dictionary of Greek