-
1 κυβιστητήρι
-
2 κυβιστητῆρι
См. также в других словарях:
κυβιστητῆρι — κυβιστητήρ tumbler masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβιστητήρ — κυβιστητήρ, ῆρος, ὁ (Α) [κυβιστώ] 1. αυτός που έχει ως επάγγελμα την κυβίστηση, ο επαγγελματίας ακροβάτης και χορευτής που ήταν εξασκημένος να εκτελεί τούμπες και περιστροφικές κινήσεις στηριζόμενος στα πόδια του («δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ αὐτοὺς… … Dictionary of Greek