Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κυβηλιστής

См. также в других словарях:

  • κυβηλιστής — κυθηλιστής, ὁ (Α) [κυβηλίζω] 1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἀγερσικύβηλις ἀγύρτης και κυβηλιστής» 2. (κατά τον Ησύχ.) «κακοῡργος» …   Dictionary of Greek

  • Κυβηλιστήν — Κυβηλιστής masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυβηλιστάς — Κυβηλιστά̱ς , Κυβηλιστής masc acc pl Κυβηλιστά̱ς , Κυβηλιστής masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»