-
1 κυβηλιστής
κυβηλιστής, ὁ, nach Hesych. Taugenichts, κακοῦργος; Suid. erkl. ἀγερσικύβηλις durch τὸν ἀγύρτην καὶ κυβηλιστήν.
-
2 Κυβηλιστής
A = ἀγερσικύβηλις, Cratin.62.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Κυβηλιστής
-
3 κυβηλιστής
κυβηλιστής, ὁ, Taugenichts -
4 Κυβηλιστήν
Κυβηλιστήςmasc acc sg (attic epic ionic) -
5 Κυβηλιστάς
Κυβηλιστά̱ς, Κυβηλιστήςmasc acc plΚυβηλιστά̱ς, Κυβηλιστήςmasc nom sg (epic doric aeolic)
См. также в других словарях:
κυβηλιστής — κυθηλιστής, ὁ (Α) [κυβηλίζω] 1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἀγερσικύβηλις ἀγύρτης και κυβηλιστής» 2. (κατά τον Ησύχ.) «κακοῡργος» … Dictionary of Greek
Κυβηλιστήν — Κυβηλιστής masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυβηλιστάς — Κυβηλιστά̱ς , Κυβηλιστής masc acc pl Κυβηλιστά̱ς , Κυβηλιστής masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)