Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κυβερνητήριος

См. также в других словарях:

  • κυβερνητήριος — κυβερνητήριος, ία, ον (Α) [κυβερνητήρ] κυβερνητικός …   Dictionary of Greek

  • κυβερνητήριον — κυβερνητήριος masc acc sg κυβερνητήριος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβερνητήρια — κυβερνητήριος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»